- παραθυρίς
- -ίδος, ἡ, Απαράθυρο δίπλα στη θύρα οικοδομήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παράθυρα + επίθημα -ίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραθυρίδας — παραθυρίς side window fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθυρίδες — παραθυρίς side window fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)